Πριν έρθουν στη ζωή μας Δραχμή και Ευρώ: Η ιστορία του πρώτου νομίσματος στη σύγχρονη Ελλάδα
Δεν κράτησε για πολλά χρόνια προτού η Δραχμή καθιερωθεί στην χώρα μας

Η Δραχμή πάντοτε θα αποτελεί αντικείμενο νοσταλγίας και το Ευρώ εξακολουθεί να γράφει την ιστορία του ως το νόμισμά μας, ωστόσο το πρώτο νόμισμα του νεοελληνικού κράτους ήταν ένα, που δεν κράτησε για πολύ.
Η πρώτη τράπεζα του νεοελληνικού κράτους, πρόδρομος της Εθνικής Τράπεζας. Ιδρύθηκε στην Αίγινα στις 2 Φεβρουαρίου 1828, με ψήφισμα του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.
Στα πρώτα του βήματα, το νέο κράτος είχε να αντιμετωπίσει μια χαοτική κατάσταση στον οικονομικό τομέα. Η χώρα ήταν ένας σωρός ερειπίων, τα ταμεία άδεια, οι δανειακές υποχρεώσεις έτρεχαν και η τραπεζική πίστη ήταν στα χέρια των σαράφηδων και των τοκογλύφων, που δάνειζαν με τόκο έως και 50%. Νόμισμα δεν υπήρχε και οι συναλλαγές γίνονταν με τα οθωμανικά γρόσια και τους παράδες.
Ένα μήνα κιόλας μετά την άφιξή του στην Ελλάδα, ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε έτοιμο το σχέδιό του για την ίδρυση τράπεζας, που θα αναλάμβανε την ανασυγκρότηση της χώρας. Με τη βοήθεια του ελβετού φιλέλληνα Ιωάννη Εϋνάρδου, προχώρησε στη σύσταση της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας, σε μια προσπάθειά του να εκλογικεύσει την τραπεζική πίστη.
Το πρώτο πιστωτικό ίδρυμα του νεοελληνικού κράτους είχε την έδρα του στην Αίγινα και παράλληλα με τις τραπεζικές εργασίες ασκούσε και αρμοδιότητες του Υπουργείου Οικονομικών. Επικεφαλής της τράπεζας τέθηκε ο ηπειρώτης έμπορος Γεώργιος Σταύρου, μετέπειτα πρώτος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας.
Ο Καποδίστριας επιδίωξε την άμεση κινητοποίηση των λίγων κεφαλαίων του εσωτερικού, αλλά και την προσέλευση κεφαλαίων του εξωτερικού, με το δέλεαρ της επικερδούς τοποθετήσεώς τους, που προσέφερε ο ετήσιος τόκος του 8%. Η νέα τράπεζα άρχισε τις εργασίες της με καλούς οιωνούς, παρά την αντίδραση σημαντικών ντόπιων κεφαλαιούχων, που αντιπολιτεύονταν τον Κυβερνήτη. Μέτοχοί της έγιναν επιφανείς έλληνες και φιλέλληνες (Εϋνάρδος, Λουδοβίκος της Βαυαρίας κ.ά.), ενώ ένα ποσό από την περιουσία του συνεισέφερε και ο Καποδίστριας. Στις 28 Ιουλίου 1828 ο Καποδίστριας προχώρησε ένα ακόμη βήμα μπροστά, με την υιοθέτηση του Φοίνικα ως του πρώτου νομίσματος του κράτους.
Η νέα τράπεζα δεν μπόρεσε να ευδοκιμήσει επί μακρόν, επειδή το κράτος απορροφούσε όλα τα διαθέσιμά της, λόγω των ανυπέρβλητων ταμειακών του αναγκών ή -όπως θα λέγαμε σήμερα- για να καλύψει τα απύθμενα ελλείμματα του προϋπολογισμού. Έτσι, αναγκάστηκε να βάλει λουκέτο το 1834, χωρίς να έχει κατορθώσει σε όλη την εξαετή της ζωή να προβεί σε οποιαδήποτε τραπεζιτική πράξη, από εκείνες που προέβλεπε το καταστατικό της. Περιττό να τονισθεί ότι οι μέτοχοι της τράπεζας υπέστησαν σημαντικές ζημίες.
Πάντως, η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα συνεισέφερε σημαντικά στην ανασυγκρότηση του στρατού, στην κίνηση του στόλου και την καταστολή της πειρατείας, στην πρώτη οργάνωση της διοίκησης, στη συντήρηση πλήθους φτωχών οικογενειών, καθώς και σε έργα γεωπονικά και ανοικοδομήσεως. Επόμενο τραπεζικό εγχείρημα από τους Εϋνάρδο και Σταύρου, η ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας το 1841.
Η σύντομη πορεία του Φοίνικα και το πρώτο μηχάνημα κοπής
Ο Φοίνικας ήταν το πρώτο εθνικό νόμισμα που χρησιμοποιήθηκε στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος. Ο συμβολισμός ήταν προφανής: η Ελλάδα αναγεννιόταν όπως το μυθικό πουλί, το οποίο απεικονιζόταν και στον θυρεό της Φιλικής Εταιρείας. Το ζήτημα της κοπής νομίσματος είχε απασχολήσει το 1822 το Βουλευτικό Σώμα της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδας, αλλά και το 1825 έγιναν επίσημες συζητήσεις για την καθιέρωση μιας νομισματικής μονάδας. Τα σχέδια αυτά δεν ευοδώθηκαν μέχρι το 1828. Στις αρχές εκείνου του έτους ο Ιωάννης Καποδίστριας απευθύνθηκε στο Πανελλήνιον, το 27μελές συμβουλευτικό όργανο του Κυβερνήτη, ζητώντας του να συσκεφθεί για τη δημιουργία εθνικού νομίσματος.
Η απόφαση για τη χάραξη νέου νομίσματος ήταν εύκολη. Η υλοποίησή της όχι, καθώς έλειπαν τα μηχανήματα κοπής νομίσματος και τα χρήματα για την αγορά τους. Όμως στα τέλη Μάιου του 1828, ο Καποδίστριας έλαβε δάνειο από τη Ρωσική Κυβέρνηση ύψους ενάμιση εκατομμυρίων ρουβλίων και έσπευσε να αποκτήσει τον απαραίτητο εξοπλισμό. Για τον σκοπό αυτό, ταξίδεψε στη Μάλτα ο Αλέξανδρος Κοντόσταυλος, παλαιός Φιλικός και μέλος της Επιτροπής Οικονομικών. Εκεί αγόρασε από τους Ιωαννίτες Ιππότες αντί του ευτελούς ποσού των 100 λιρών, ένα μηχάνημα κοπής, το οποίο είχε κατασκευαστεί στα τέλη του 18ου αιώνα.
Το μηχάνημα μεταφέρθηκε στην Αίγινα και εγκαταστάθηκαν στην αυλή της οικίας του Κυβερνήτη, προκειμένου να αποφευχθούν οι πάσης φύσεως κομπίνες και να διασφαλιστεί ο έλεγχος της διαδικασίας. Παράλληλα αγοράστηκαν και άλλα μηχανήματα από τη Μασσαλία, την Αγκόνα και τη Σύρο, ώστε το κάθε ένα από τα συνολικά πέντε μηχανήματα να αντιστοιχεί σε έναν τύπο νομίσματος. Έτσι δημιουργήθηκε το πρώτο Ελληνικό Νομισματοκοπείο. Σε αυτόν τον παλαιό και φθαρμένο μηχανισμό κόπηκαν τα πρώτα αργυρά και χάλκινα νομίσματα και στάλθηκαν στην Εθνοσυνέλευση του Άργους, η οποία ενέκρινε την ίδρυση Νομισματοκοπείου και την κοπή χρήματος.
Ο φοίνικας ορίστηκε ως ασημένιο νόμισμα με αναλογία 9 μέρη αργύρου και 1 μέρος χαλκού, στα πρότυπα του ασημένιου γαλλικού φράγκου. Ο ένας φοίνικας είχε 100 λεπτά. Εκτός από τις υποδιαιρέσεις θεσπίστηκαν και πολλαπλάσια του φοίνικα: 20 φοίνικες ισούνταν με μια χρυσή Αθηνά και 5 φοίνικες μια ασημένια αιγίδα. Στην μπροστινή όψη, τα κέρματα έφεραν τον Φοίνικα να αναγεννάται μέσα από φλόγες, με απλωμένα τα φτερά, στεφανωμένο με σταυρό και ακτίνες φωτός, που διαλύει το σκοτάδι.
Γύρω του υπήρχαν οι λέξεις «Ελληνική Πολιτεία» και η ένδειξη αωκα΄ - χρονολογία που αντιστοιχεί στο 1821 έτος κήρυξης της ελληνικής επανάστασης. Στην πίσω όψη αναγραφόταν η αξία του νομίσματος, περιβαλλομένη από στεφάνι δάφνης και ελιάς και τις λέξεις «Κυβερνήτης Ι.Α. Καποδίστριας» με την χρονολογία κοπής.
Ο φοίνικας ισοδυναμούσε με το 1/6 του ισπανικού δίστηλου και του τούρκικου κουρού (γρόσι), που τότε κυκλοφορούσε ευρέως στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Εξαιτίας της έλλειψης πολύτιμων μετάλλων δεν κόπηκε κανένα από τα χρυσά πολλαπλάσια του φοίνικα, ενώ από τα αργυρά κόπηκαν μόνο 11.978 με ασήμι προερχόμενο από τις νηοψίες του ελληνικού στόλου. Για τα χάλκινα κέρματα χρησιμοποιήθηκε το μέταλλο από λαφυραγωγημένα τουρκικά τηλεβόλα όπλα.
Η πενία του κράτους επηρέασε και το εθνικό νόμισμα. Το βάρος του ασημένιου φοίνικα (4,163 γραμμάρια από τα οποία 3,747 καθαρός άργυρος) υπολειπόταν από το βάρος που είχε προαναγγελθεί (4,408 γραμμάρια από τα οποία 4,029 καθαρός άργυρος). Αντίστοιχα, η σχέση του φοίνικα προς το ισπανικό δίστηλο (4,511 γραμμάρια με 4,074 γραμμάρια καθαρός άργυρος) ήταν κατά τι μικρότερη από την καθορισμένη, αντιπροσωπεύοντας το 93% του 1/6 που είχε αποφασίσει η Επιτροπή Οικονομικών. Επιπλέον, η απειρία των τεχνικών στην κοπή νομίσματος και ο παλαιός εξοπλισμός συντέλεσαν στην ανομοιομορφία των χάλκινων κερμάτων, τα οποία διέφεραν μεταξύ τους στις διαστάσεις, στο πάχος, στο βάρος, στην ορθότητα των χαράξεων, και κυκλοφορούσαν σε διάφορες παραλλαγές. Χαράκτες των νομισμάτων ήταν ο Αρμένιος χρυσοχόος Χατζηγρηγόρης Πυροβολιστής έως το 1830, ο Γεώργιος Παπακωνσταντόπουλος, ο Γεώργιος Δημητρακόπουλος και ο Δημήτριος Κόντος από το 1830 έως το 1833.
Ο ελλειποβαρής φοίνικας δεν κατάφερε να διασφαλίσει την αξιοπιστία των συναλλαγών, οι περισσότερες εκ των οποίων εξακολουθούσαν να πραγματοποιούνται με ξένα νομίσματα, κυρίως με τουρκικούς παράδες και ισπανικά δίστηλα. Η δυσκολία της κοπής κερμάτων, αλλά κυρίως οι ανάγκες του κρατικού προϋπολογισμού, οδήγησαν την κυβέρνηση το 1832 να τυπώσει τραπεζογραμμάτια αξίας 5, 10, 20 και 100 φοινίκων χωρίς να έχει τα αντίστοιχα κεφάλαια. Τα χαρτονομίσματα δεν «επέτυχαν την κοινήν υπόληψιν».
Το ψήφισμα της Δ’ Εθνοσυνέλευσης το 1831 ενέκρινε την τύπωση χαρτονομισμάτων έως το ποσό του 1.000.000 φοινίκων, αλλά επειδή δεν δόθηκαν εγγυήσεις για τη μετατρεψιμότητά τους ούτε καθορίστηκε η περίοδος εξαργύρωσής τους, το ποσό περιορίστηκε με κυβερνητική εισήγηση στις 500.000 φοίνικες. Επιπλέον, απαγορεύτηκε τα χαρτονομίσματα αυτά να κυκλοφορούν μεταξύ του κοινού και γίνονταν δεκτά μόνο από το Δημόσιο Ταμείο. Είχαν κακή εμφάνιση, ήταν τυπωμένα μόνο από τη μία πλευρά και στο πίσω μέρος ο κυβερνητικός ελεγκτής έγραφε διαγωνίως την αξία του κάθε χαρτονομίσματος, τον αριθμό κυκλοφορίας του και τέλος έβαζε την υπογραφή του.
Η δολοφονία του Καποδίστρια και η έλευση του Όθωνα στην Ελλάδα σήμανε το τέλος του νομισματικού συστήματος που εισήγαγε ο πρώτος Κυβερνήτης της χώρας. Με το βασιλικό διάταγμα της 8/20 Φεβρουαρίου 1833 καταργήθηκε ο φοίνικας και αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, με τα κέρματα να υποτιμώνται στο 93% της ονομαστικής αξίας τους. Ως χρονολογία απόσυρσης των ελληνικών και ξένων χάλκινων νομισμάτων, όπως και των αργυρών φοινίκων, προκειμένου να εξαλειφθεί η νομισματική αταξία στη χώρα, ορίστηκε η 1/13 Μαΐου 1833. Παράλληλα ορίστηκε νέο νόμισμα: η δραχμή.
Σημειώνεται ότι ο Φοίνικας του 1828 επανακυκλοφορεί ως συλλεκτικό ενθύμιο της επετείου των 200 ετών μετά την Επανάσταση, στο πλαίσιο του Νομισματικού Προγράμματος της Επιτροπής «Ελλάδα 2021».